Η Ιαπωνία, που προφέρεται Νιχόν στα ιαπωνικά, προέρχεται από το ομηρικό ρήμα νήχω, που σημαίνει κολυμπώ, από το οποίο προέρχεται και η λέξη νήσος; Φυσικά, η Ιαπωνία-Νιχόν είναι νήσος..... [«Η γέννηση, η διαδρομή και οι μεταλλάξεις της ελληνικής γλώσσας»] Κώστας Δούκας, δημοσιογράφος
__________________________________________________________________________________________________________________________
......................................"Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"
__________________________________________________________________________________________________________________________
Η Φωτό Μου

Καθημερινά... με τον Πάνο Αϊβαλή // Επικοινωνία στο email: kepeme@gmail.com

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ

Το περιστέρι της Ειρήνης, Pablo Picasso

Το περιστέρι της Ειρήνης, Pablo Picasso
για τον Άνθρωπο, την ειρήνη στον κόσμο, λέμε όχι στους πολέμους και στη βία από άνθρωπο σε άνθρωπο ...make love not war - κάντε έρωτα όχι πόλεμο

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Η δίκη των Βρετανών ΝΑΤΟικών στρατιωτών που επιτέθηκαν και ξυλοκόπησαν τελείως απρόκλητα Σάββατο ξημερώματα Χανιώτες...




ΤΟ ΑΙΣΧΟΣ ολοκληρώθηκε στα Χανιά!...

Σήμερα στην δίκη των Βρετανών ΝΑΤΟικών στρατιωτών που επιτέθηκαν και ξυλοκόπησαν τελείως απρόκλητα Σάββατο ξημερώματα Χανιώτες (ο ένας ακόμα νοσηλεύεται στο νοσοκομείο), το δικαστήριο έδωσε ... αναβολή (ενώ ήξερε πως τα πουλάκια πετάνε σήμερα γιατί το πολεμικό πλοίο αποπλέει) επικαλούμενο :
1. την απουσία συνηγόρου των κατηγορουμένων ("απουσιάζει στο εξωτερικό") ( ! )
2. την απουσία ιατροδικαστικής έκθεσης (αφού ο κ. Μπελιβάνης δεν εδέησε να επιληφθεί αν και είχε ενημερωθεί αρμοδίως από το Σάββατο) (!!)
Αυτάαααααααα ... καλημέρα από το προτεκτοράτο, του οποίου οι αρμόδιες κρατικές αρχές εν έτει 2017 συμπεριφέρονται ως πορτιέρηδες Τρούμπας 1957 για να μην χαλάνε την ζαχαρένια τους τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα. 

Από Panagiotis G Papanikolaou


~~~~~~~~~~~~~~~~~

H AΣTYNOMIA στα Χανιά, πιέζει θύματα ξυλοδαρμού 
από Βρετανούς στρατιώτες να αποσύρουν τις μηνύσεις!...

Από Παναγιώτη Παπανικολάου*

Προχθές τα ξημερώματα στα Χανιά ομάδα μεθυσμένων νεαρών Βρετανών επιτέθηκαν στον δρόμο τελείως απρόκλητα σε περαστική παρέα Ελλήνων (μια γυναίκα και δύο άνδρες συγκεκριμένα, ο ένας που κτυπήθηκε πιο άσχημα παραμένει νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο, και εδώ** μπορείτε να διαβάσετε τις δηλώσεις του).

Μετά τις φωνές των περιοίκων ήρθε επί τόπου η αστυνομία. Οι αστυνομικοί αρχικά είπαν : "πού να τρέχουμε τώρα ... κάντε μια βόλτα μήπως τους βρείτε" ( ! ) αλλά "καλύτερα μην τους ψάχνετε, κάντε εκεί πέρα μια μήνυση κατ ' αγνώστων να τελειώνουμε" ( !! ) . Τ
α θύματα όντως έψαξαν στους γύρω δρόμους και εντόπισαν τους δράστες την ώρα που αυτοί επιβιβάζονταν σε λεωφορείο. Αμέσως υπέδειξαν τους δράστες στους αστυνομικούς που αναγκάστηκαν να τους προσαγάγουν. Αποδείχτηκε πως οι δράστες είναι Βρετανοί στρατιώτες ( !!! ) σε πολεμικό πλοίο ΝΑΤΟϊκής δύναμης ( !!!! ) που αποπλέει αύριο Δευτέρα από τα Χανιά - εξ ου προφανώς και η αρχική απροθυμία των αστυνομικών.
Από εκείνη την στιγμή ως και αυτήν την ώρα ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΑΦΟΡΗΤΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ στα θύματα (!!!!!) να αποσύρουν τις μηνύσεις (!!!!!!) πιέσεις τις οποίες ασκούν ΥΨΗΛΟΒΑΘΜΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΕΛΑΣ (!!!!!!!).
- Οι κ.κ. της ΕΛΑΣ κατά τα άλλα πουλάνε "μπαντριωντιζμό" όταν πρόκειται για τπτ φουκαράδες πρόσφυγες, αλλά μπροστά στους Βρετανούς και στους Αμερικανούς ΝΑΤΟϊκούς ΣΟΥΖΑ και ΠΑΡΚΕΤΕΖΑ
- Ο κ, Τόσκας, τι κάνει, καλά είναι ;
- Οι κυβερνητικοί βουλευτές του νομού μεταξύ των οποίων ο Αν. υπουργός Υγείας Παυλος Πολακης έχουν κάτι να πουν ;

~~~~~~
Δείτε και αυτό:
Εφιαλτικές στιγμές στα χέρια των μεθυσμένων στρατιωτών - "'Μου έλεγαν θα πεθάνεις"!
http://www.cretalive.gr/…/efialtikes-ores-sta-cheria-ton-me…

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Ένα ολόκληρο χωριό της Ρόδου μετανάστευσε στη… Μελβούρνη

ΕΙΔΗΣΕΙΣ // ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

16 November 2017
«Φέραμε το χωριό μας στην ξενιτιά» λένε οι Έλληνες κάτοικοι του Dandenong
Σχεδόν ολόκληρο το σχολείο των Σιαννών μετανάστευσε στην Μελβούρνη και την Αδελα


Σχεδόν ολόκληρο το σχολείο των Σιαννών μετανάστευσε στην Μελβούρνη και την Αδελαΐδα

Μπορεί σήμερα το Dande-nong να είναι από τα μεγαλύτερα προάστια της Μελβούρνης, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1950 σχεδόν ένα ολόκληρο ελληνικό χωριό της Ρόδου, είδε τους κατοίκους του να μεταναστεύουν και να δημιουργούν εκεί τη δική τους «μικρή Ελλάδα» στη ξενιτιά. 
«Η ιστορία της μετανάστευσης των συμπατριωτών μας στην περιοχή ξεκίνησε πολύ νωρίτερα και, συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του 1920» εξηγεί στον «Νέο Κόσμο» ο Παναγιώτης Φωτάκης, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από το ιστορικό χωριουδάκι Σιάννα, που βρίσκεται 74 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Ρόδου, σε υψόμετρο 445 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. 
Σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής, το ροδίτικο χωριό πήρε το όνομά του από την παραφθορά των λέξεων Οσία Άννα, εξαιτίας του ιστορικού ναού της Αγίας Άννας που βρισκόταν στο χωριό από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, κάτι που, όμως, μέχρι σήμερα, κανένας αρχαιολόγος ή ιστορικός δεν έχει επιβεβαιώσει.
Όπως σε διάφορα μέρη της Ελλάδας έτσι και οι κάτοικοι του μικρού αυτού χωριού, έφυγαν για άλλες πατρίδες αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. 
«Ο θείος μου και οι πρώτοι Σιαννίτες εκείνη την εποχή επιβιβάστηκαν σε τρία πλοία από το 1924 και μετά, αυτά τα πλοία έφεραν διαδοχικά τους πρώτους Σιαννίτες στην Αυστραλία» λέει ο κ. Φωτάκης.
Σχεδόν πάντα, το ταξίδι των πλοίων αυτών είχε προορισμό την Αδελαΐδα και τις επαρχίες της, αφού την εποχή εκείνη υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για εργατικά χέρια στη Νότια Αυστραλία. 
«Πολλοί από εμάς έμειναν στην Αδελαΐδα αλλά οι περισσότεροι σταδιακά εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη και συγκεκριμένα στο προάστιο του Dandenong. 
«Εκεί ο συμπατριώτης μας, αείμνηστος Σταμάτης Διακογεωργίου, άρχισε να δημιουργεί την προσωπική του περιουσία χωρίς να ξεχνάει ποτέ το νησί του. Άνοιξε το πρώτο ελληνικό καφενείο στην περιοχή ενώ ακόμα και η σύζυγός του φρόντιζε κάθε φορά που ερχόταν ένα πλοίο με Έλληνες στο λιμάνι, να πηγαίνει και να τους υποδέχεται».
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Διακογεωργίου στις αρχές βάφτισε το καφενείο «Rhodes Inn» για να τιμήσει το νησί της Ρόδου αλλά και για να είναι εύκολα αναγνωρίσιμο από τους συμπατριώτες μετανάστες που έφταναν στην περιοχή. 
Καθώς περνούσαν τα χρόνια και λόγω του ότι στην περιοχή αυτή βρίσκονταν πολλά εργοστάσια, General Motors, International Heinz, Window Glass, S.A. Rubber Mills, άρχισαν να έρχονται στην περιοχή εκατοντάδες μετανάστες, μεταξύ των οποίων και πολλοί Έλληνες. 
Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και βρήκαν όχι μόνο στήριξη, αλλά και την πρώτη τους εργασία στα μαγαζιά και εστιατόρια του αείμνηστου Διακογεωργίου, τον οποίο βοηθούσαν κυρίως στην κουζίνα, μέχρι τελικά να προσαρμοστούν στον αυστραλιανό τρόπο ζωής, να βρουν μια σταθερή εργασία και να ορθοποδήσουν οικονομικά. 
«Ο ελληνισμός του Dandenong και οι Ροδίτες από τα Σιάννα που έρχονταν μετά από πρόσκληση από τους συγγενείς τους, άρχισαν να πληθαίνουν με πολύ γοργό ρυθμό» εξηγεί στον «Νέο Κόσμο» ο Γεώργιος Μπαφίτης, ο οποίος υπήρξε ενεργό μέλος της Κοινότητας Σιαννιτών την εποχή εκείνη και παραμένει ιεροψάλτης του ιερού ναού Αγίου Παντελεήμονα, που λειτουργεί μέχρι σήμερα στην περιοχή. 
Στις αρχές του 1956 οι Σιαννίτες του Dandenong ίδρυσαν έναν μικρό ελληνικό σύλλογο, τον Φιλανθρωπικό Σύλλογο Σιαννιτών Ρόδου, που στόχο είχε να προσφέρει βοηθείας στους συγχωριανούς τους που εγκατέλειπαν τα Σιάννα και μετέβαιναν στη Μελβούρνη αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. 
«Λίγα χρόνια αργότερα και, συγκεκριμένα, στις αρχές του 1959, αποφασίσαμε να πλησιάσουμε, με μια μικρή αντιπροσωπεία συμπαροίκων, τον Σταμάτη Διακογεωργίου, ο οποίος με καταγωγή από τα Σιάννα, είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν ήδη ιδιαίτερα δημοφιλής και επιτυχημένος Έλληνας επιχειρηματίας. Του παραθέσαμε τα επιχειρήματά μας για την ανάγκη να ιδρυθεί Ελληνική Κοινότητα στο Dandenong το συντομότερο δυνατόν, έτσι ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των Ελλήνων μεταναστών που έφταναν στην περιοχή καθημερινά» εξηγεί ο κ. Μπαφίτης. 
Ο Διακογεωργίου, αφού άκουσε προσεκτικά τις προτάσεις των μελών συμφώνησε ότι, εφόσον ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών αυξανόταν με ταχύτατο ρυθμό, υπήρχε ανάγκη λειτουργίας Ελληνικής Κοινότητας και ελληνικού απογευματινού σχολείου καθώς και ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας για τον εκκλησιασμό και την τέλεση των ιερών μυστηρίων και δεσμεύτηκε να βοηθήσει. 
«Ο αείμνηστος μας παραχώρησε δωρεάν αίθουσα για τις συνελεύσεις μας και κάπως έτσι εκλέξαμε ένα προσωρινό εννεαμελές ΔΣ, με πρόεδρο τον ίδιο τον Διακογεωργίου. Τότε ιδρύσαμε την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Dandenong και Περιχώρων «Άγιος Παντελεήμονας», τιμής ένεκεν των παρόντων ιδρυτικών μελών που κατάγονταν από το μικρό χωριό Σιάννα, του οποίου προστάτης είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. 
Αργότερα οι κάτοικοι της περιοχής αποφάσισαν να χτίσουν την πρώτη ελληνική εκκλησία της περιοχής και να δώσουν το όνομα του προστάτη του χωριού τους και έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα στην περιοχή. 
«Χρωστάμε πολλά στον αείμνηστο Διακογεωργίου. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ καλά δικτυωμένος και αφομοιωμένος στον αυστραλιανό τρόπο ζωής αλλά και γενναιόδωρος. Προσέφερε πολλά στους συμπατριώτες και συγχωριανούς μας χωρίς καν να ζητά ανταλλάγματα και, μάλιστα, κατόρθωσε να φέρει κοντά μας ακόμα και τον τότε πρωθυπουργό της Αυστραλίας Gough Whitlam, όταν ανοίξαμε την εκκλησία μας. 
Ακόμα και σήμερα η πλειοψηφία των Σιαννιτών εξακολουθεί να διαμένει στο προάστιο του Dandenong της Μελβούρνης, ενώ ένας μικρότερος αριθμός βρίσκεται στην Αδελαΐδα.
«Εγώ έχω ανακαλύψει τουλάχιστον 250 Σιαννίτες στην Αδελαΐδα και υπάρχουν σίγουρα άλλοι 300 στη Μελβούρνη από τους οποίους οι περισσότεροι μένουν στο Dandenong. 
Το ίδιο επιβεβαιώνει ακόμα μια Σιαννίτισα, η κ. Παναγιούλα Μανιά, η οποία εξακολουθεί μέχρι σήμερα να μένει στο «ελληνικό» προάστιο Dandenong της Μελβούρνης και θεωρεί τον εαυτό της τυχερό που είχε την ευκαιρία να μεγαλώσει μέσα σε ελληνικό περιβάλλον στην άλλη άκρη του κόσμου. 
«Στη Μελβούρνη εμείς δεν νιώσαμε μοναξιά, απομόνωση και ρατσισμό, γιατί πολύ απλά φέραμε το χωριό μας στην μακρινή Αυστραλία και γίναμε όλοι μια μεγάλη οικογένεια κι αυτό είναι το πιο σημαντικό απ' όλα» λέει η Παναγιούλα.

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Νίκος Κούνδουρος - Έζησε τους διωγμούς του πατέρα του από τον καιρό της μεταξικής δικτατορίας και την επακόλουθη δική του σωφρονιστική τιμωρία από τη Δεξιά· τιμωρία που μεταφράστηκε σε τέσσερα χρόνια στο Μακρονήσι.

Στη μνήμη του Νίκου Κούνδουρου
από τον σκηνοθέτη συγγραφέα Γιάννη Σολδάτο


Ένα κείμενο, οφειλή του περιοδικού "Τετράδια Μαρξισμού" στη μνήμη του Νίκου Κούνδουρου, γραμμένο από τον σκηνοθέτη συγγραφέα Γιάννη Σολδάτο. Ο Νίκος Κούνδουρος σημάδεψε την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου από τη δεκαετία του ’50 και σημαδεύτηκε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από τα οράματα, τα πάθη και τα παθήματα της Αριστεράς.

Δημοσιεύτηκε σαν πρόλογος στο βιβλίο «Οδύσσειες σωμάτων στο έργο του Νίκου Κούνδουρου» (εκδ. Αιγόκερως, 2007).
Γιάννης Σολδάτος
Σκηνοθέτης, συγγραφέας, εκδότης

Στον Νίκο Κούνδουρο, δύο είναι τα βασικά στοιχεία που επηρέασαν το έργο του: η σχέση του με την εξουσία και η θητεία του στις εικαστικές τέχνες.
Έζησε τους διωγμούς του πατέρα του από τον καιρό της μεταξικής δικτατορίας και την επακόλουθη δική του σωφρονιστική τιμωρία από τη Δεξιά· τιμωρία που μεταφράστηκε σε τέσσερα χρόνια στο Μακρονήσι. Το έργο του σφραγίστηκε από το μίσος του για τη βία της εξουσίας. Η θητεία του στις εικαστικές τέχνες, αν και ευκαιριακή, μπόλιασε τον κινηματογράφο του με την εικαστική αντίληψη του πλάνου, με ασυνήθιστη για τον ελληνικό κινηματογράφο πλαστικότητα.

Το κεφάλαιο «Νίκος Κούνδουρος» αφενός είναι κωδικό μέσα στην Ιστορία του κινηματογράφου μας, σε βαθμό που να συνιστά από μόνο του μια άλλη Ιστορία, αυτάρκη ματιά θεώρησης του μεταπολεμικού μας κινηματογράφου, και αφετέρου οι σχέσεις εξουσία-ελληνικός κινηματογράφος και εικαστικές τέχνες-ελληνικός κινηματογράφος παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον· θέμα προς διερεύνηση και το έργο του συγκεκριμένου δημιουργού δίνει πολλές ευκαιρίες για τέτοιο εγχείρημα. Ο κινηματογράφος του Κούνδουρου είναι ανθρωποκεντρικός, με το ανθρώπινο σώμα ως κυρίαρχο στοιχείο στο έντονα εικαστικό κάδρο του και με τη βία της εξουσίας, πανταχού παρούσα, να τρομοκρατεί τα πρόσωπα, στον, όχι σπάνια, μάταιο αγώνα τους να ορθωθούν απέναντι στην κρατική και την όποια άλλη βία. Θέτω, λοιπόν, ως τίτλο αυτής της μελέτης το Οδύσσειες σωμάτων. Θα μπορούσε να ήταν και Μια Οδύσσεια σωμάτων. Έτσι κι αλλιώς, το αριθμητικό πρόθεμα ευκόλως εννοείται και η παραλλαγή ή η παράλειψή του δεν αλλοιώνει την αρχική σύλληψη που εκτίθεται εδώ.

Το σώμα-εργαλείο στη φιλμική γλώσσα του Κούνδουρου πάσχει από το πρώτο πλάνο της Μαγικής πόλης έως το τελευταίο των Φωτογράφων, μέσα σε ένα χώρο, ιστορικά καθορισμένο, την Ελλάδα του μεταπόλεμου, του 1821, του τέλους του 19ου αιώνα, του 1922, αλλά και συμβολικά τοποθετημένο, όπως Οδησσός αντί Μεσολόγγι, Λαύριο αντί Ασία, νταμάρια του Λεκανοπεδίου αντί Αλμυρά Έρημος, ή ακόμα και αφαιρετικά, όπως οι χώροι στο Ποτάμι και ποιητικά, όπως οι χώροι στις Μικρές Αφροδίτες. Το συναντάμε και πέρα από τις ταινίες του, στο θέατρο με το οποίο κατά καιρούς καταπιάστηκε, στην όπερα, στη ζωγραφική του, στα γραπτά του, στα πολυπληθή ανολοκλήρωτα σχέδιά του, στο πλήθος των φωτογραφιών που με ιδιαίτερο ζήλο έστησε τα εικονιζόμενα και τα φωτογράφισε ο ίδιος και τις οποίες έθεσε στη διάθεσή μου για τον εδώ σχολιασμό τους. Σώματα πάσχοντα κινούνται παντού και κινούν τη διαρκή προσοχή-εμμονή του Κούνδουρου στη μελέτη τους.
Ένα πάσχον από αυταρέσκεια, από υπερβολική δόση ζωής, από το φόβο του θανάτου σώμα, παρακολουθούμε και στη δημόσια εικόνα που διάλεξε ο ίδιος ο δημιουργός για τον εαυτό του. Τόσο ο ασήμαντος Θωμάς του Δράκου, όσο και ο μυθικός Μπάιρον της ομότιτλης ταινίας, όσο και ο «λόρδος Κούνδουρος», περιφέρονται εγκλωβισμένοι στο μεταπολεμικό ελληνικό κάδρο και πίσω τους μια στρατιά αδικαίωτων που τους δικαίωσε το κινηματογραφικό κάδρο του δημιουργού πια Κούνδουρου. Αν δεν κατάφερε να «αλλάξει» ή να «σώσει» τον κόσμο, κατάφερε να διασώσει φιγούρες ανεξίτηλα καταγραμμένες στις μνήμες των θεατών του. Κάπου, κοντά στο νησί των Φαιάκων πια, αρχίζει η αφήγηση πεπραγμένων συμβάντων, και σε κύριο βαθμό και εικονογραφημένων…

Κεντρικό σημείο του κόσμου του η δήλωσή του:
Προστάτεψα το δικαίωμα που μου δίνει το άρθρο 15: “Ο Έλληνας πολίτης έχει το δικαίωμα να εκφράζει και να διαδίδει ελεύθερα τις ιδέες του”.Νίκος Κούνδουρος
Έκανε χρήση και κατάχρηση του αυτονόητου δικαιώματός του, αυτού που δεν υπήρξε αυτονόητο ή που οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν σε όλους τους συμπατριώτες του. Ακόμα και στην αυγή του 21ου αιώνα για πολλούς η απαγόρευση ή αυτοαπαγόρευση του να εκφράζεσαι ελεύθερα ισχύει ακόμα.
Η κατάχρηση είναι ίδιον της προσωπικότητας του εν λόγω δημιουργού και γίνεται αποδεκτή στο βαθμό που φαντάζει μοναχική φωνή στο πλήθος, πάντα ανήσυχη, όχι σπάνια κραυγή Κασσάνδρας.

Γεννήθηκε κάπου, κάποτε, πολιτογραφήθηκε Κρητικός και επιστρατεύει την κρητική του ιδιότητα, σε βαθμό που του προσφέρει πειστικότερα επιχειρήματα στη συμπεριφορά του, τιμά και δίνει κύρος σε επιχειρήματα της κρητικής προσωπικότητας που δοκιμάζονται. Πέρασε τα νεανικά του χρόνια με το όραμα της ζωγραφικής, έγινε και παρέμεινε ζωγράφος, μόνο που η ζωγραφική, όπως και η Κρήτη, στάθηκαν χώροι μικροί για να χωρέσουν την πληθωρική του προσωπικότητα. Ξανοίχτηκε στον ευρύτερο χώρο του κινηματογράφου, «ένα είδος θριαμβευτικής ζωγραφικής», όπως την αποκάλεσε, ξανοίχτηκε στην Ελλάδα, «μια Ελλάδα που είχε βγει από την Αντίσταση ματωμένη, πληγωμένη, ξεσκισμένη, και όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αθώα μέσα στην ήττα της».
Πορεύτηκε με τις νέες πατρίδες του, τον κινηματογράφο και την Ελλάδα, αθώες και οι δύο, όπως τότε νόμιζε, αθώος και ο ίδιος, όπως θα το καταλάβει αργότερα, τις τίμησε και τον τίμησαν και οι δύο, έστω και αν μετά από τόσες δεκαετίες συνέχισε να γκρινιάζει εναντίον τους και να γκρινιάζουν κι αυτές για το κακομαθημένο τους παιδί. Είναι απλά ένα ανήσυχο πνεύμα που κάποιο σαράκι τον τρώει και δεν τον αφήνει να κοιμηθεί ήσυχος ως νομοταγής φορολογούμενος. Είναι τελικά από τους πλέον νομοταγείς φορολογούμενους, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκε έτσι και αυτό είναι μεγάλη υπόθεση· ένας ορθόδοξος, καθ’ όλες τις ενδείξεις, να δηλώνει ανορθόδοξος, να δηλώνει παγανιστής σε έναν αντιμαγικό κόσμο.
Είναι τελικά ανορθόδοξος, όχι επειδή το δήλωσε, αλλά για τον ανορθόδοξο τρόπο του να εισπράττει και να αναπαράγει την «ορθοδοξία» της καθημερινής συμπεριφοράς. Κάποτε, σε ένα φανάρι, όταν τον σταμάτησε ο τροχονόμος για παρανομία, ο Κούνδουρος τού έριξε μια μπουνιά και έφυγε. Όταν πήγε στο επόμενο φανάρι που περίμενε άλλος τροχονόμος, αισθάνθηκε την ανάγκη να επανορθώσει και απευθυνόμενος στον δεύτερο τροχονόμο τον προέτρεψε να σπεύσει στο προηγούμενο φανάρι και να συλλάβει έναν «μασκαρά» που παριστάνει τον τροχονόμο. Δεν θυμάμαι ποιος μου κατέθεσε το περιστατικό· πιθανόν ο ίδιος ο Κούνδουρος, πιθανόν να το κατασκεύασα κάποτε εγώ με κάτι παραπλήσιο που άκουσα και στη συνέχεια το πίστεψα και το αναπαράγω – όμως αυτός είναι ο Κούνδουρος. Η σχέση του με την εξουσία είναι σχέση λυκοφιλίας, σχέση «ανέντιμη», ακόμα και με τα ΜΜΕ που επί χρόνια αποτελεί «μαϊντανό» τους, είναι ύπουλος «μαϊντανός», από αυτούς που τους προσθέτεις στη σούπα κι εκείνη «κόβει».

Δηλώνει άθεος και μύστης της ορθόδοξης παράδοσης ταυτόχρονα και λάτρης του ανθρώπινου μυστηρίου, αμήχανος μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία, αριστερός που μίσησε την Αριστερά περισσότερο κι από τη Δεξιά, γιατί διέσυρε την ιερή έννοια του μαρξισμού. Και μετά αλαζονικά, εκδικητικά καταθέτει με έπαρση:
Άρπαξα ό,τι ήθελα από μια κοινωνία που δεν με ήθελε κι από ένα κράτος που, για χρόνια και χρόνια, δεν με γούσταρε και με πολεμούσε.Νίκος Κούνδουρος
Ο Κούνδουρος ανήγαγε την έννοια κράτος σε αντίπαλό του στρατόπεδο, έστω κι αν το κράτος τον αντιμετώπισε, όχι σπάνια, σαν εθνικό του κεφάλαιο και τον τίμησε και τον χρηματοδότησε στα πιο ακραία του όνειρα. Στο παιχνίδι της αντίφασης οι δύο παίχτες έπαιξαν και συνδιαλέχθηκαν για χρόνια. Μάλλον βολικά του ήρθαν όλα στη ζωή του, έστω κι αν πάλεψε πολύ να το πετύχει, όμως αυτός εκεί δηλώνει:
Ήθελα μια αραπίνα για γυναίκα και βρήκα δυο λευκές να μου παρασταθούν στη ζωή μου. Δηλαδή μου έρχονται όλα ανάποδα.Νίκος Κούνδουρος
Τελικά, πώς εγγράφεται αυτό το πρόσωπο στο σώμα της μεταπολεμικής Ελλάδας; Ως φιγούρα του θιάσου μας, από τις βασικές μάλιστα, από τα χρόνια εκείνα που, προκλητικά ωραίος, μετακινούνταν με το ανοιχτό του τζιπ στους δρόμους της Αθήνας, χειμώνα-καλοκαίρι, με τα μαλλιά να ανεμίζουν, το χοντρό μάλλινο σακάκι, τις αρβύλες, με έναν δυναμισμό που έφτανε στα όρια του μαγνητισμού απέναντι σε νέους, σαν τον Νίκο Παναγιωτόπουλο που, όταν τον πρωτοείδε και του είπαν πως είναι σκηνοθέτης, αποφάνθηκε: «Σαν αυτόν θέλω να γίνω». Και έγινε.
Στα ανεκπλήρωτα όνειρα του Κούνδουρου έμειναν και οι βλέψεις του να μεταφέρει στην οθόνη τις εμβληματικές φιγούρες των καζαντζακικών ηρώων, Αλέξη Ζορμπά και Καπετάν Μιχάλη, όπως και του Άρη Βελουχιώτη, μα και του Ιησού Χριστού. Φιγούρα προκλητικά αυτάρεσκη, μα γι’ αυτό και το ενδιαφέρον που ιδιαίτερα μας κινεί, ενοχλητικά αναγκαίο κακό μιας εξουσίας που τη στηρίζει σαν πολιτιστικό της κεφάλαιο και που στην πρώτη ευκαιρία δεν παραμελεί να εξαπολύσει το φαρμάκι που χρόνια κρατάει εναντίον της. Σύμμαχος ενός λαού υποχείριου της εξουσίας, ενός λαού που σπάνια τα πήγε καλά μαζί του. «Έχασε» την ψυχραιμία του και δημόσια μίλησε κατά του λαού, όταν αγνόησε το έργο του. Υπήρξε και αριστοκράτης και αντιεξουσιαστής. Είναι παιδί οικογένειας πολιτικών· ο πατέρας του χρημάτισε υπουργός του Βενιζέλου και διώχθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά. Αποφοίτησε με άριστα από το Πειραματικό υπερ-σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα δεκαεφτά του βρέθηκε στον «Λόρδο Μπάιρον», τον λόχο των σπουδαστών του ΕΛΑΣ, όπου τραυματίστηκε, με τρεις σφαίρες στο σώμα του στη μάχη του Πολυτεχνείου, τον Δεκέμβρη του ’44. Κάπως έτσι ξεκίνησε να συνειδητοποιεί τον κόσμο γύρω του και συνέχισε την πορεία του περνώντας από τη Μακρόνησο.
Σαν καλλιτέχνης είναι, πάνω απ’ όλα, μέγας φορμαλιστής κι ας τον κατηγόρησαν συχνά γι’ αυτό, κατηγόρια που μαζί με αυτήν του εικαστικού, τον συνόδεψαν σε όλη την καριέρα του, τις αποδέχτηκε ως το ιδιάζον προτέρημά του και πάνω σ’ αυτές τις έννοιες ανέπτυξε την τέχνη του.
Στα παλιά μπαούλα του, στα ερμάρια του σπιτιού του, υπάρχουν τόνοι αποκομμάτων από εφημερίδες που ασχολήθηκαν μαζί του, κουτιά με χιλιάδες φωτογραφίες, επιστολές. Όλα τακτοποιημένα, για να μπορεί να τα κοιτάζει και να αναρωτιέται αν αυτά που καταμαρτυρούνται εκεί τα έζησε ο ίδιος ή κάποιος άλλος, που ο Κούνδουρος είναι παρατηρητής του· και ο ανιχνευτής αυτού του υλικού, σαν εμένα, το ίδιο αναρωτιέται. Και των δύο τα ερωτήματα θα ισχύουν… Εκεί συναντάς ιδέες στο χαρτί που κάποια στιγμή ευτύχησαν να γίνουν πράξη θεατρική, κινηματογραφική και ιδέες ανεκπλήρωτες, σενάρια που δεν γυρίστηκαν, όμως γεννήθηκαν, γιατί έπρεπε. Στο γιατί έπρεπε απαντά ο ίδιος:
Ένα πράγμα που θα πάρω στον τάφο είναι οι ιδέες για τα έργα που δεν πρόφτασα να κάνω… Το σενάριο μιας ταινίας ισοδυναμεί με 452 επισκέψεις στον ψυχίατρο…Νίκος Κούνδουρος

Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή, ανακεφαλαιώνουμε: Ένας σκηνοθέτης ονόματι Νίκος Κούνδουρος, ενδιαφέρθηκε με περίσσιο ζήλο για το ανθρώπινο σώμα, το κορμί, τη σάρκα. Δήλωσε γι’ αυτό:
Για μένα το ανθρώπινο κορμί είναι το ωραιότερο σκηνικό… Ο ηθοποιός θέλει λέξεις που να ταιριάζουν όμορφα στο κορμί του.Νίκος Κούνδουρος

Γοητεύτηκε από τον παλμό και τη ζωή, το αλληλοσπάραγμα αρσενικού και θηλυκού, της λογικής και των ενστίκτων, παραστάθηκε στο μαρτύριο του σώματος, τα ’βαλε με την εξουσία που στη διάπραξη της ύβρεως ευθύνεται για τα όποια παθήματά του. Προμηθεϊκοί οι ήρωές του, κυριευμένοι από την ιερή μανία του Αίαντα, αμαρτωλοί και αθώοι, ως πρόβατα επί σφαγή, άλλοι χαμένοι κι άλλοι επιζώντες· και ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται σαν «επιζών». Και ως σκηνοθέτης και ζωγράφος έφτιαξε εικόνες σπάνιας ομορφιάς με το ανθρώπινο σώμα που το λάτρεψε στο μαρτύριό του. Δήλωσε και αυτό:
Αυτό το ξέσκισμα της σάρκας της ελληνικής με αφορά και δεν θέλω να το πετάξω από τη μνήμη μου. Έζησα πολλή Ελλάδα.
Νίκος Κούνδουρος

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Για την Αριστερά που μελαγχολεί, για την Αριστερά που αλλάζει


Για το δοκίμιο του Enzo Traverso «Αριστερή μελαγχολία – Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης» (μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).

Του Γιώργου Σιακαντάρη
Στο εξαιρετικό βιβλίο του Οι Αριστερές της Γαλλίας, ο Ζακ Ζυλιάρ υποστηρίζει πώς υπάρχουν πολλές και όχι μια Αριστερά. Γι’ αυτόν υπάρχουν τέσσερις Αριστερές: η φιλελεύθερη, η ιακωβίνικη, η ελευθεριακή και η κολεκτιβιστική. Μια άλλη διάκριση όμως –κατ’ εμέ– που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε είναι μεταξύ της Αριστεράς που ζει στο παρόν και για το παρόν και της Αριστεράς που ζει στο μέλλον και για το μέλλον. Η πρώτη είναι η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά ή (με τα λόγια του Τόνι Τζαντ) η Αριστερά που ενδιαφέρεται να κάνει τη ζωή των ανθρώπων λίγο πιο αξιοπρεπή στο παρόν. Η δεύτερη είναι η αριστερά του Μέλλοντος. Αυτή ζει για το μέλλον και στο μέλλον. Είναι η επαναστατική ριζοσπαστική και δευτερευόντως η κομμουνιστική Αριστερά. Ο Τραβέρσο ασχολείται μόνο με τη δεύτερη, με την Αριστερά της ουτοπίας, και μόνο κριτική αφιερώνει στην πρώτη, τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά.
Η Αριστερή Μελαγχολία εστιάζει στην Αριστερά του μέλλοντος, η οποία, όταν το 1989 είδε το μέλλον αυτό να καταρρέει, ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Ο Τραβέρσο δεν τρέφει καμία συμπάθεια για την ανυπόληπτη, όπως την αποκαλεί, ιστορία του κομμουνισμού. Αλλά την ίδια στιγμή πιστεύει ότι μαζί της κατέρρευσε και η υπόσχεση της απελευθέρωσης.
O Έντσο Τραβέρσο είναι Ιταλός φιλόσοφος και κοινωνικός επιστήμονας, καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου έχουν εκδοθεί και κυκλοφορούν στα ελληνικά άλλα τέσσερα έργα. Η Αριστερή Μελαγχολία εστιάζει στην Αριστερά του μέλλοντος, η οποία, όταν το 1989 είδε το μέλλον αυτό να καταρρέει, ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Ο Τραβέρσο δεν τρέφει καμία συμπάθεια για την ανυπόληπτη, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, ιστορία του κομμουνισμού. Αλλά την ίδια στιγμή πιστεύει ότι μαζί της κατέρρευσε και η υπόσχεση της απελευθέρωσης. Έτσι, «αντί να απελευθερώσει δυνάμεις, το τέλος του κρατικού σοσιαλισμού εξάντλησε τη δυναμική του ίδιου του σοσιαλισμού». Αυτή η κατάρρευση τον βασανίζει. Τον μελαγχολεί. Και τη μελαγχολία του τη μετατρέπει σ’ ένα σημαντικό βιβλίο.
Ήττα και μελαγχολία
Η έννοια της «Αριστερής Μελαγχολίας» δεν είναι ανακάλυψη του Τραβέρσο. Την έφερε στο προσκήνιο το 1989, αλλά δεν τη δημιούργησε, όπως τονίζει ο συγγραφέας. Η μελαγχολία είναι η «κρυφή παράδοση» που ο συγγραφέας εντοπίζει όχι στο επίσημο αφήγημα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Αυτή εμπεριέχεται σε έναν κύκλο ηττών της επαναστατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι η μελαγχολία του Μπλανκί και της Λουίζ Μισέλ μετά την ήττα της Κομμούνας, της Ρόζα Λούξεμπουργκ για αυτό που αυτή χαρακτήριζε «συνθηκολόγηση του γερμανικού σοσιαλισμού», η μελαγχολία του Γκράμσι από τα Τετράδια της Φυλακής, του εξόριστου Τρότσκι, του αυτόχειρα Μπένγιαμιν, της μαύρης Αριστεράς του Σίριλ Λάιονελ Ρόμπερτ Τζέιμς, του Τσε Γκεβάρα, του Γάλλου τροτσκιστή Ντανιέλ Μπενσαίντ και πολλών άλλων. Ειδικά οι σελίδες που αφιερώνει στον Σ.Λ.Ρ. Τζέιμς, ο οποίος δημοσίευσε την πρώτη μαρξιστική ιστορία της Αϊτής (Οι μαύροι Ιακωβίνοι) είναι ιδιαίτερα συγκινητικές. Μας φέρνει επίσης ο συγγραφέας σ’ επαφή με έναν λιγότερο γνωστό μαρξισμό, τον «μαύρο μαρξισμό» ή τον μαρξισμό της αντιαποικιοκρατικής σκέψης, ο οποίος όμως δεν εμπεριεχόταν στον πυρήνα της σκέψης του ίδιου του Μαρξ.
Βεβαίως, αν κοιτούσε τα πράγματα όπως ο Τόνι Τζαντ από την πλευρά της Αριστεράς του σοσιαλδημοκρατικού παρόντος, θα μπορούσε να τα δει λιγότερο μελαγχολικά. Η σοσιαλδημοκρατία του Τζαντ προσέφερε –στο όνομα μάλιστα μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης Αριστεράς– μια «ζωή με αξιοπρέπεια» στους πολίτες. Δεν θα ήθελα όμως να αδικήσω τον συγγραφέα. Βλέπει και αυτός κάπου τη σοσιαλδημοκρατική αφήγηση και γράφει και για τη δική της μελαγχολία, προερχόμενη –παραδόξως;– και αυτή από την ήττα του κρατικού σοσιαλισμού.
Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά της ήττας του ’89 από τις τόσες άλλες ήττες της Αριστεράς του 19ου και 20ού αιώνα; Οι προηγούμενες ήττες, το μαρτυρολόγιο, οι θυσίες και οι απογοητεύσεις έδιναν το λίπασμα για να μιλά ο Μπλοχ για την ελπίδα της μελλοντικής ουτοπίας. Όμως «το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού παράλυσε και κατά κάποιο τρόπο απαγόρεψε την ουτοπική φαντασία». Και δεν είναι μόνο αυτό. Προκάλεσε και την κυριαρχία της καπιταλιστικής ουτοπίας. Μετέτρεψε την κομμουνιστική εσχατολογία σε καπιταλιστική εσχατολογία (βλ. Φουκουγιάμα).
Η ήττα του ’89 “ήταν διαφορετικής φύσης: δεν ήρθε μετά από κάποια λυσσώδη μάχη και δεν γέννησε καμιά υπερηφάνεια – έβαλε τέλος στον 20ό αιώνα και, πέρα από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήρθε να κλείσει έναν κύκλο επαναστάσεων που είχε ανοίξει το 1917”.
Κατά τον συγγραφέα, η ιστορία του σοσιαλισμού συντίθεται από μια πληθώρα ηττών που συσσωρεύτηκαν σε δύο αιώνες. Αντί όμως αυτές οι ήττες «να αφανίσουν τις ιδέες του και τις προσδοκίες του, αυτές οι τραγικές και συνήθως αιματοβαμμένες πανωλεθρίες τις ενίσχυσαν και τις νομιμοποίησαν». Αντιθέτως η ήττα του ’89 «ήταν διαφορετικής φύσης: δεν ήρθε μετά από κάποια λυσσώδη μάχη και δεν γέννησε καμιά υπερηφάνεια – έβαλε τέλος στον 20ό αιώνα και, πέρα από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήρθε να κλείσει έναν κύκλο επαναστάσεων που είχε ανοίξει το 1917». Ο Τραβέρσο εξάγει τη μελαγχολία από την ήττα της Επανάστασης. Ακριβέστερα γι’ αυτόν «μελαγχολία κι επανάσταση συμβαδίζουν».
Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας μιας αμφιλεγόμενης άποψης. Είναι η άποψη που θέλει την Αριστερά να ταυτίζεται με την Επανάσταση. Όταν όμως η Επανάσταση ηττάται, τότε μελαγχολεί η Αριστερά. Της απομένει να κοιτά παλιές φωτογραφίες και να κραδαίνει σημαίες. Για τον Τραβέρσο η Αριστερά ή είναι επαναστατική ή δεν είναι Αριστερά. Δεν εκθειάζει όμως κάθε επαναστατική Αριστερά. Καμία συμπάθεια δεν νιώθει για την Αριστερά του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και για τον Μαρξ όμως έχει κριτικές επισημάνσεις στη φαρέτρα του. Μιλάει για έναν μαρξιστικό τελεολογικό μεσσιανισμό. «Στην κομμουνιστική παράδοση παραμένει πάντα μια θρησκευτική παρόρμηση που συνυπάρχει με το διακηρυγμένο ανθρωπισμό της». Ο μαρξιστικός «αθεϊσμός εκκοσμίκευε αυτές τις επαγγελίες». Βεβαίως, παρακάτω, στηριγμένος στις θεωρητικές ανησυχίες του τροτσκιστή Ντανιέλ Μπενσαΐντ, κάνει και μια άλλη προσέγγιση στον Μαρξ. Αναφέρεται στον Μαρξ ως «θεωρητικό του φετιχισμού του εμπορεύματος, πρώιμο αναλυτή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης». Αλλά, παρόλα αυτά ο μαρξισμός πάσκιζε πάντα, κατά τον Τραβέρσο, να κρύψει τη μελαγχολία του πίσω από μεσσιανικές ελπίδες.
Η μεγάλη συμπάθεια του Τραβέρσο είναι ο Μπένγιαμιν και η αντιαποικιοκρατική σκέψη. Οι αντιφάσεις στο έργο και στη ζωή του Μπένγιαμιν χρησιμεύουν ως όπλο τόσο κατά του ιστορικισμού της μηχανικής προόδου όσο και ως όπλο κατά της παθητικότητας και της μοιρολατρικής αποδοχής της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων. Μάχη κατά της μοιρολατρίας που συνοδεύεται από μια αυτοκτονία; Αποτελεί αυτό μια πραγματικά μεγάλη αντίφαση; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι.
Εκτενέστερα επίσης προσεγγίζει το ζήτημα της αποτυχημένης προσπάθειας σύνδεσης του μαρξισμού αλλά και της κριτικής σχολής του Αντόρνο με την αντιαποικιοκρατική σκέψη.
Η αριστερή μελαγχολία είναι στενά συνδεδεμένη με αγώνες και ελπίδες, ουτοπίες και επαναστάσεις, αλλά και με μεγάλες αποτυχίες. Η πτώση του κομμουνισμού έθαψε αφενός την απλοϊκή τελεολογία της εξασφαλισμένης προόδου, αλλά κυρίως καταπλάκωσε τις αφηγήσεις της χειραφέτησης που συνδέονταν μαζί του.
Τέχνη και μελαγχολία
Διαβάζουμε όμως και ένα βιβλίο που από τους πίνακες του Κουρμπέ μάς ξεναγεί στις σοβιετικές αφίσες κι από εκεί μας τοποθετεί σε κινηματογραφικές αίθουσες για να παρακολουθήσουμε ταινίες του Αϊζενστάιν (Οκτώβρης και Θωρηκτό Ποτέμκιν), των Ταβιάνι (Σαν Μικέλε), του Κρις Μάρκερ (Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο), της Κάρμεν Καστίγιο (Οδός Σάντα Φε), του Αγγελόπουλου (Το βλέμμα του Οδυσσέα), του Ποντεκόρβο (Κεϊμάντα), του Βισκόντι (Η γη τρέμει) και το Γη και ελευθερία του Κεν Λόουτς.
Η πτώση του κομμουνισμού έθαψε αφενός την απλοϊκή τελεολογία της εξασφαλισμένης προόδου, αλλά κυρίως καταπλάκωσε τις αφηγήσεις της χειραφέτησης που συνδέονταν μαζί του.
Παρατηρούμε τη μελαγχολία στο Βλέμμα του Οδυσσέα του Αγγελόπουλου, όταν πολίτες της κατεστραμμένης Γιουγκοσλαβίας κοιτούν στις όχθες του Δούναβη να μεταφέρεται το διαλυμένο άγαλμα του Λένιν σ’ ένα ποταμόπλοιο ή εκείνης της εγγονής στο Γη και ελευθερία του Λόουτς, η οποία ανακαλύπτει την άγνωστη ιστορία του παππού της που στα νιάτα του εγκατέλειψε τη Μεγάλη Βρετανία για να συστρατευτεί –τυχαία– με το PUM. Αυτή η εγγονή κοιτά μελαγχολικά τις φωτογραφίες και τα αποκόμματα από τις εφημερίδες της εποχής. Όλα αυτά τα δημιουργήματα κατά τον Τραβέρσο αποτυπώνουν με ιδιαίτερο τρόπο και κινηματογραφικές εικόνες τη «μελαγχολία» των νικημένων επαναστάσεων.
Δεν χρησιμοποιεί όμως μόνο το κινηματογράφο για να δείξει αυτή τη μελαγχολία, αλλά και την εικαστική τέχνη. Οι πίνακες «Πορτέλα ντέλα Τζινέστρα» του Ρενάτο Γκουτούζο, «Το σημερινό και το αυριανό Μεξικό» του Ντιέγκο Ριβιέρα, «Ο Πύργος της εργασίας» του Ογκύστ Ροντέν αλλά και οι πίνακες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που μας απεικονίζουν έναν Λένιν ο οποίος, όπως ο «Μωυσής κατεβαίνει από το όρος Σινά» του Γκιστάβ Ντορέ, μας δείχνει με το δάχτυλό του το κομμουνιστικό μέλλον.
Εδώ όμως θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στον πίνακα «Μανιφέστο» (1983) του σοβιετικού Αλεξάντερ Κοσολάποφ. Αυτός, έξι χρόνια πριν την κατάρρευση του «υπαρκτού», προέβλεπε αυτό που θα δείξει το Βλέμμα του Οδυσσέα έξι χρόνια μετά την κατάρρευση. Ο Κοσολάποφ απεικόνιζε ένα κεφάλι του Λένιν ακουμπισμένο στο έδαφος, πλάι στο βάθρο του κατεστραμμένου ανδριάντα του και τρία αγγελούδια που διαβάζουν μια εφημερίδα με τίτλο «Το Μανιφέστο» και δείχνουν έκπληκτα να μην κατανοούν το περιεχόμενό της.
Αυτό το βιβλίο –σε εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου και με το απαραίτητο Ευρετήριο– δεν θα μπορούσε να είναι αδιάφορο για όποιον ενδιαφέρεται για την Αριστερά και τις Αριστερές. Αλλά και η Δεξιά θα είχε πολλά να μάθει για τον αντίπαλο δέος της.
Στον Τραβέρσο σίγουρα θα άρεσαν οι στίχοι του Αναγνωστάκη «ήθελε πολύ φως να ξημερώσει, όμως εγώ δεν παραδέχθηκα την ήττα». Αν και ο Αναγνωστάκης είχε εντελώς διαφορετικό σκεπτικό από αυτό του Τραβέρσο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.

Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η μελαγχολία για την οποία γίνεται λόγος σε τούτο το βιβλίο είναι η μελαγχολία μιας κουλτούρας που δεν συμπονάει απλώς τα θύματα αλλά προσπαθεί να τα λυτρώσει, που βλέπει τους σκλάβους σαν εξεγερμένα υποκείμενα και όχι σαν αντικείμενα του οίκτου... Πρώτα απωθημένη από την ίδια την αριστερά και έπειτα στιγματισμένη στην εποχή της «μεταϊδεολογικής» παλινόρθωσης, αυτή η εξεγερμένη μελαγχολία χρειάζεται να ανακαλυφθεί, απαιτεί να αναγνωριστεί. Ωστόσο μελαγχολία και επανάσταση συμβαδίζουν».

alt

Αριστερή μελαγχολία
Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης
Enzo Traverso
Μτφρ. Νίκος Κούρκουλος
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2017
Σελ. 296. τιμή εκδότη €18,02





___________

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Ερώτημα προς τον Βουλευτή Ηρακλείου, τι ακριβώς συνέβη με με το "Παγκρήτιο χωριό Νεολαίας" και με τα λεφτά που είχε συγκεντρώσει τότε...



Μπορεί ετούτος ο αλήτης Λευτέρης Αυγενάκης, (Βουλευτής Ηρακλείου όπως μου έχουν πει) -το απόλυτο πολιτικό σούργελο της Κρήτης- να μας πει τι ακριβώς συνέβη με με το "Παγκρήτιο χωριό Νεολαίας" και με τα λεφτά που είχε συγκεντρώσει τότε- πριν τον αρχίσω εγώ στις ερωτήσεις; 
Μπορεί να μας πει τι λεφτά -εκατομμύρια- φαγώθηκαν και από ποιούς; Εκεί είναι η ουσία που ουδείς δημοσιογράφος της Κρήτης (πλην του Αλέκου Ανδρικάκη) τον ρωτάει. Εκεί είναι και όχι στα πουκάμισα που του έκαναν δώρο οι αλήτες της νύχτας....
-Δημήτρης Τζανακάκης-

Ειδήσεις